- υδραργυρίαση
- η και υδραργυρισμός, ο δηλητηρίαση με υδράργυρο ή με τα προϊόντα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδραργυρίαση — η, Ν ιατρ. επαγγελματική και, σπανιότερα, φαρμακευτική νόσος, που συνίσταται σε βραδεία δηλητηρίαση από υδράργυρο, αλλ. υδραργυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + ίαση*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδραργυρίασις, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν.… … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
υδραργυρισμός — ο, Ν ιατρ. η υδραργυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrargyrisme < νεολατ. hydrargyrum (βλ. λ. υδράργυρος) + ισμός*] … Dictionary of Greek
υδραργύρωση — η, Ν 1. χημ. διεργασία κατά την οποία εισάγεται σε ένα οργανικό μόριο η ομάδα HgX, που περιέχει ένα άτομο υδραργύρου 2. εργασία που συνίσταται στην κάλυψη μιας μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα υδραργύρου προκειμένου να σχηματιστεί αμάλγαμα 3. ιατρ … Dictionary of Greek
υδραργύρωση — η 1. επίχριση με υδράργυρο. 2. υδραργυρίαση, υδραργυρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)